- βουτροφία
- βου-τροφία, ἡ,A feeding of cattle, Agatharch.7.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βουτροφία — η (Α βουτροφία) νεοελλ. η βοοτροφία αρχ. διατροφή βοδιών … Dictionary of Greek
βουτροφίας — βουτροφίᾱς , βουτροφία feeding of cattle fem acc pl βουτροφίᾱς , βουτροφία feeding of cattle fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)